Ἀνύτου

Ἀνύτου
Ἄνυτος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνύτου — ἀ̱νύτου , ἀνύω effect imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἀνύω effect pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἀνύω effect imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δαμοφών — I (2ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Μεσσήνη της Πελοποννήσου. Διακρίθηκε ως μιμητής των έργων του Φειδία. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το άγαλμα της μητέρας των θεών, της Λαφρίας Αρτέμιδος, της Υγείας, της Δήμητρας, του Τιτάνα Άνυτου και του Ασκληπιού …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λυκόσουρας (Αρκαδίας) — Το μουσείο της Λυκόσουρας χτίστηκε μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, για να φιλοξενήσει τα κινητά ευρήματα από το ιερό της Δέσποινας, που ανασκάφηκε κοντά στην ομώνυμη αρχαία πόλη. Η Δέσποινα, κόρη της Δήμητρας και του Ποσειδώνα, ήταν θεότητα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”